υδρόλιθος

υδρόλιθος
ο
1) хим. гидролит; 2) водородистый кальций

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "υδρόλιθος" в других словарях:

  • υδρόλιθος — ο, Ν 1. (ορυκτ.) ορυκτό που ανήκει στην ομάδα τών ζεολίθων 2. χημ. υδρίδιο τού ασβεστίου, που διασπάται κατά την εν ψυχρώ κατεργασία του με νερό, απελευθερώνοντας αέριο υδρογόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydrolithe (<υδρ[ο] * +… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»